- ερυσιθριξ
- ἐρυσίθριξἐρυσί-θριξ-τρῐχος adj. вычесывающий, т.е. удаляющий лишние волосы
(ψήκτρα Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ψήκτρα Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ερυσίθριξ — ἐρυσίθριξ, τριχος, ἡ (Α) χτένι με μικρά δόντια που καθαρίζει τις τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρυσις «τράβηγμα, έλκυση» + θριξ, τριχός] … Dictionary of Greek
ἐρυσίτριχα — ἐρυσίθριξ for drawing through the hair masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)